Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
addresses
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
aircraft
/ˈeə.krɑːft/ = NOUN: αεροσκάφος, αερόπλοια;
USER: αεροσκάφος, αεροσκαφών, αεροσκάφη, αεροσκάφους, τα αεροσκάφη
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
approximately
/əˈprɒk.sɪ.mət.li/ = ADVERB: περίπου;
USER: περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το, σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
aviation
/ˌeɪ.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: αεροπορία, αερόπλοια;
USER: αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, αεροπορικών, των αερομεταφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
beechcraft
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
bell
/bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία;
VERB: βρυχάζω;
USER: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, Bell, καμπάνας
GT
GD
C
H
L
M
O
billion
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
brands
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκες, σήματα, εμπορικά σήματα, σημάτων, φιρμών
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cessna
= USER: Cessna, Τσέσνα, των Cessna, της Cessna, Cessna που,
GT
GD
C
H
L
M
O
class
/klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση;
VERB: ταξινομώ, κατατάσσω;
USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
conducted
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
conducts
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξάγει, πραγματοποιεί, διευθύνει, διενεργεί, ασκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
consistent
/kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός;
USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
corporation
/ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία;
USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
defense
/dɪˈfens/ = NOUN: άμυνα, άμυνα, υπεράσπιση, υπεράσπιση, προάσπιση, προάσπιση, προστασία, προστασία, περιφρούρηση, περιφρούρηση, συνηγορία, συνηγορία;
USER: άμυνα, υπεράσπιση, προάσπιση, άμυνας, αμυντικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
delight
/dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή;
VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι;
USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
direction
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
divisions
/dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία;
USER: διαιρέσεις, τμήματα, διασπάσεις, διαιρέσεων, τμημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
enterprise
/ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, επιχείρησης, των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
entity
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
explore
/ɪkˈsplɔːr/ = VERB: εξερευνώ, διερευνώ;
USER: διερευνήσει, διερευνήσουν, διερεύνηση, εξερευνήσετε, εξερευνήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
facilities
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις;
USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
finance
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία;
VERB: χρηματοδοτώ;
USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
fortune
/ˈfɔː.tʃuːn/ = NOUN: περιουσία, τύχη, μοίρα, πλούτη, ευτυχία, καλή τύχη, καλοτυχία;
VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: τύχη, περιουσία, τύχης, περιουσίας, την τύχη
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
founded
/found/ = ADJECTIVE: ιδρύθηκε το;
USER: ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, στηρίζεται, που ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
frequently
/ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά;
USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
governance
/ˈɡʌv.ən.ənts/ = USER: διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, της διακυβέρνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
greenlee
GT
GD
C
H
L
M
O
grown
/ɡrəʊn/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: καλλιεργούνται, καλλιεργείται, που καλλιεργούνται, καλλιεργηθεί, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
headquartered
/ˌhedˈkwɔːtəd/ = USER: έδρα, εδρεύει, που εδρεύει, με έδρα, έδρα της
GT
GD
C
H
L
M
O
headquarters
/ˌhedˈkwɔː.təz/ = NOUN: αρχηγείο, επιτελείο;
USER: αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, έδρας, έδρα της
GT
GD
C
H
L
M
O
helicopter
/ˈhel.ɪˌkɒp.tər/ = NOUN: ελικόπτερο;
USER: ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, ελικόπτερο που
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inc
/ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.
GT
GD
C
H
L
M
O
industrial
/ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός;
USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
industries
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
innovative
/ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
investor
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
island
/ˈaɪ.lənd/ = NOUN: νησί, νήσος;
USER: νησί, νήσος, νησιού, νήσου, νησιωτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
jacobsen
= USER: Jacobsen, Γιάκομπσεν, Jacobsen ο,
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
known
/nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός;
USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά
GT
GD
C
H
L
M
O
largest
/lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
leverages
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: αξιοποιεί, αξιοποιεί την, αξιοποιεί το, εκμεταλλεύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
located
/ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία
GT
GD
C
H
L
M
O
locations
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
lycoming
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
manufactures
/ˌmæn.jʊˈfæk.tʃər/ = NOUN: κατασκευή, παραγωγή, βιομηχανία;
USER: κατασκευάζει, κατασκευές, παρασκευάζει, κατασκευαστές, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
markets
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
multi
/mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
office
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
operate
/ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση;
USER: λειτουργούν, λειτουργία, λειτουργεί, λειτουργήσει, λειτουργήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
operated
/ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση;
USER: λειτουργεί, λειτουργούν, λειτουργία, που λειτουργούν, λειτούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
organized
/ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος;
USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
oversight
/ˈəʊ.və.saɪt/ = NOUN: επίβλεψη, παραδρομή, αβλεψία, απροσεξία, παρόραμα;
USER: επίβλεψη, παραδρομή, εποπτεία, εποπτείας, την εποπτεία
GT
GD
C
H
L
M
O
pace
/peɪs/ = NOUN: βήμα, βάδισμα;
VERB: βηματίζω;
USER: βήμα, ρυθμό, ρυθμός, ρυθμού, ρυθμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
percent
/pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό;
NOUN: εκατοστιαία;
USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
premier
/ˈprem.i.ər/ = NOUN: πρωθυπουργός, πρεσβύτερος;
ADJECTIVE: αρχαιότερος, πρωτεύων;
USER: πρωθυπουργός, αρχαιότερος, Premier, πρεμιέρα, κορυφαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
providence
/ˈprɒv.ɪ.dəns/ = NOUN: πρόνοια, οικονομία;
USER: πρόνοια, Providence, Πρόβιντενς, την πρόνοια, πρόνοια του
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
question
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
ranked
/ræŋk/ = VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω;
USER: κατατάσσονται, κατατάσσεται, κατετάγη, ανάλογα, κατέλαβε, κατέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
recognize
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recognized
/ˈrek.əɡ.naɪzd/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος;
USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
relations
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
represent
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
represents
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
respective
/rɪˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: σχετικός;
USER: αντίστοιχων, αντίστοιχα, των αντίστοιχων, αντίστοιχες, αντίστοιχους
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
royal
/ˈrɔɪ.əl/ = ADJECTIVE: βασιλικός, ανακτορικός;
USER: βασιλικός, βασιλικό, βασιλική, βασιλικής, βασιλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
section
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
segments
/ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο;
VERB: διατέμνω;
USER: τμήματα, τμημάτων, τα τμήματα, τομέων, τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
sound
/saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό;
ADJECTIVE: υγιής, βαθύς, γερός, σώος, φρόνιμος;
VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ;
USER: ήχος, υγιής, ακούγεται, ήχο, να ακούγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
subsidiaries
/səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα;
USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
talented
/ˈtæl.ən.tɪd/ = ADJECTIVE: ταλαντούχος, έχων ταλάντον;
USER: ταλαντούχος, ταλαντούχους, ταλαντούχα, ταλαντούχοι, ταλαντούχο
GT
GD
C
H
L
M
O
telephone
/ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλεφωνική, τηλεφωνικό, τηλεφωνικών
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
textile
/ˈtek.staɪl/ = NOUN: ύφασμα, υφαντό, υφαντός, υφαντουργικό προϊόν;
ADJECTIVE: υφαντικός;
USER: ύφασμα, κλωστοϋφαντουργικών, κλωστοϋφαντουργίας, κλωστοϋφαντουργικά, υφαντικές
GT
GD
C
H
L
M
O
textron
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
u
/ju/ = USER: u, u Κάντε, κα, το u, Κάντε u,
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
whom
/huːm/ = PRONOUN: ποιόν;
USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
yarns
/jɑːn/ = NOUN: νήμα, απίθανη ιστορία, αφήγημα;
VERB: διηγούμαι κάτι απίθανο;
USER: νήματα, νημάτων, τα νήματα, κλωστές, νηματα
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
z
/zi/ = USER: z, ζ, το Ω, φ, το Ζ,
199 words